- χαμαίλεος
- ὁ, Α(ποιητ. τ.) βλ. χαμαιλέων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαιλέου — χαμαίλεος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιλέων — χαμαίλεος masc gen pl χαμαιλέων chameleon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίλεον — χαμαίλεος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιλέων — Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο… … Dictionary of Greek
χαμαιλιός — ο, Ν χαμολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαίλεος, με συνίζηση (για τον σχηματισμό βλ. και λ. χαμολιός)] … Dictionary of Greek
χαμολεό — το, Ν ο χαμολιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. χαμαίλεος, άλλος τ. τού χαμαιλέων (βλ. και λ. χαμολιός)] … Dictionary of Greek
χαμολιός — και χαμοληός, ο, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού ζώου χαμαιλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαμολιός έχει σχηματιστεί με συνίζηση από το μτγν. χαμαίλεος, μεταπλασμένο τ. τού χαμαιλέων, κατά τη θεματική κλίση] … Dictionary of Greek